- ανεμφάνιστος
- -η, -οαυτός που δεν εμφανίστηκε (κυρ. για φωτογραφίες): Οι φωτογραφίες που τραβήξαμε είναι ακόμη ανεμφάνιστες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ανεμφάνιστος — η, ο ( ος, ον) 1. αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να εμφανιστεί σε φωτογραφική πλάκα 2. (Νομ.) όποιος έχει κλητευθεί αλλά δεν έχει εμφανιστεί ενώπιον της δικαστικής αρχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + εμφανίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο … Dictionary of Greek
ἀνεμφανίστους — ἀνεμφάνιστος without formal notification masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεμφάνιστοι — ἀνεμφάνιστος without formal notification masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)